- καταχήνη
- καταχήνη, ἡ (Α)1. περίγελος, εμπαιγμός κοροϊδία («ἆρ οὐ μεγάλη τοῡτ' ἔστ' ἀρχὴ καὶ τοῡ πλούτου καταχήνη;», Αριστοφ.)2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Καταχῆναιτίτλος ενός δράματος επιγρ.3. (κατά τον Ησύχ.) είδος φυλαχτού κατά τής βασκανίας, με σχήμα ακρίδας, που προσφερόταν στους επισκέπτες στην Ακρόπολη τών Αθηνών.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -χήνη (< θ. χην- τού χαίνω, πρβλ. παρακμ. κέ-χην-α), πρβλ. κυσο-χήνη].
Dictionary of Greek. 2013.